γρούσσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γρούσσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γλῶσσα με τροπή [l] > [ɾ] σε σύμπλεγμα συμφώνων όπως γλ > γρ, κλ > κρ, πλ > πρ κ.ο.κ. [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γρούσσα αρσενικό (στα τσακωνοχώρια, ιδίωμα όπως στα Μέλανα)
- (ανθρώπινο σώμα) η γλώσσα (στο στόμα μας)
- η γλώσσα (οι λέξεις ανθρώπινης λαλιάς)
- το πώς μιλάει και εκφράζεται ένας άνθρωπος
- η κακογλωσσιά
- (ιχθυολογία) το ψάρι γλώσσα
- το γλωσσίδι σε διάφορα αντικείμενα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
ιδιώματα σε τσακωνοχώρια:
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- τα γρουσσέ (γενική)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γλωσσά (επίθετο)
- γλωσσί
- γλωσσοδέτα
- γλωσσοφαή
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens, σελ. λε' (Εισαγωγή, Φωνητικά φαινόμενα)
Πηγές[επεξεργασία]
- γλώσσα - σελ.236.jpg, τόμ.1 - , γλώσσα - σελ.237.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens