γρυπότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γρυπότης < γρυπός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- γρυπότης-ότητος θηλυκό
- η κυρτότητα, η καμπυλότητα (π.χ. στη μυτη, ή στο ράμφος των πουλιών ή στα νύχια ζώων αλλά και ανθρώπων)