γυροβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυροβολώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυροβολῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

γυροβολώ

  1. τριγυρίζω
  2. φέρνω γύρω γύρω
  3. (χορός) περιστρέφομαι χορευτικά ή κάνω χορευτική φιγούρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]