γωνιόφυλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γωνιόφυλλος, ος, ον
- φυτό με γωνιώδη φύλλα, με φύλλα που σχηματίζουν γωνίες
γωνιόφυλλος, ος, ον