δίσιγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.siɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐σιγ‐μα
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παλ-1‐δί‐σι‐γμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίσιγμα ουδέτερο
- (χαρακτήρας) το γραφικό σύμβολο §, που δηλώνει παράγραφο ή εδάφιο σε κείμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίσιγμα