δαμάσκηνον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαμάσκηνον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Δαμασκηνόν (μετακίνηση τόνου), ουδέτερο του Δαμασκηνός < Δαμασκός < βορειοδυτική σημιτική דמשק
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαμάσκηνον ουδέτερο
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- δαμάσκηνα (πληθυντικός)
Πηγές[επεξεργασία]
- δαμάσκηνον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Φρούτα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)