δεισιδαίμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεισιδαίμων < αρχαία ελληνική δεισιδαίμων < δείδω + δαίμων (αυτός που φοβάται τους θεούς, ευσεβής)

Επίθετο[επεξεργασία]

δεισιδαίμων -ων -ον

  1. που πιστεύει σε δεισιδαιμονίες, σε προλήψεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]