δεισιδαίμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεισιδαίμων < αρχαία ελληνική δεισιδαίμων < δείδω + δαίμων (αυτός που φοβάται τους θεούς, ευσεβής)
Επίθετο[επεξεργασία]
δεισιδαίμων -ων -ον
- που πιστεύει σε δεισιδαιμονίες, σε προλήψεις
- (και ως ουσιαστικό) ο δεισιδαίμονας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεισιδαίμων