δημόσιο έγγραφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
δημόσιο έγγραφο ουδέτερο
- (νομικός όρος): οποιοδήποτε έγγραφο που συντάσσει ο καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, σύμφωνα με σχετικό τύπο κατά την κείμενη νομοθεσία.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- τα δημόσια έγγραφα ορίζονται από το άρθρο 438 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημόσιο έγγραφο
|