διαιρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαιρέω < (διά) δι- + αἱρέω / αἱρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

διαιρέω / διαιρῶ

Πηγές[επεξεργασία]