διακλάδωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακλάδωσις < διακλαδίζομαι / διακλαδοῦμαι, διακλαδω- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διακλάδωσις θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]