διακοινώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διακοινώνομαι, π.αόρ.: διακοινώθηκα, μτχ.π.π.: διακοινωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος διακοινώνω
διακοινώνομαι, π.αόρ.: διακοινώθηκα, μτχ.π.π.: διακοινωμένος