διαμετρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμετρέω < δια- + μετρέω / μετρῶ < μέτρον

Ρήμα[επεξεργασία]

διαμετρέω

  1. μετρώ
  2. καταμετρώ
  3. διασχίζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]