καταμετρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καταμετρῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμετρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταμετρῶ, συνηρημένος τύπος του καταμετρέω < κατα- + μετρέω / μετρῶ < μέτρον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.meˈtɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐με‐τρώ

Ρήμα[επεξεργασία]

καταμετρώ/καταμετράω, αόρ.: καταμέτρησα, παθ.φωνή: καταμετρώμαι/καταμετρούμαι/καταμετριέμαι, π.αόρ.: καταμετρήθηκα, μτχ.π.π.: καταμετρημένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

1) καταμετρώ - καταμετρώμαι

2) καταμετρώ - καταμετρούμαι

3) καταμετράω/καταμετρώ - καταμετριέμαι (προφορικό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]