καταμετρήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταμετρήτρια < καταμετρητής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταμετρήτρια[1] θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του καταμετρητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταμετρήτρια
|
- ↑ καταμετρητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας