διαπιστωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπιστωτικά < διαπιστωτικός + -ά < διαπιστώνω < διά + αρχαία ελληνική πιστόω / πιστῶ < πιστός < πείθω < πρωτοελληνική *péitʰō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰéydʰeti < *bʰeydʰ- (πιστεύω, εμπιστεύομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.pi.sto.tiˈka/ & /ðʝa.pi.sto.tiˈka/
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαπιστωτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπιστωτικά
|