διεμβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]διεμβάλλω (el)
- διαπερνώ εντελώς κάτι αλλά με αντικείμενο που βρίσκεται ακόμη εντός του• περνάω κάτι μέσα από κάτι άλλο, και η μύτη του βγαίνει από την άλλη μεριά
- περνάω κορδόνι, διεμβολή μεταλλίου-παρασήμου-περιδέραιου κτλ.
- ανασκολοπίζω, ανθρωποδιεμβάλλω
- (σπάνιο) διεμβολίζω