διευκρινώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διευκρινώ < αρχαία ελληνική διευκρινέω / διευκρινῶ < εὐκρινέω / εὐκρινῶ < εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ef.kɾiˈno/
Ρήμα[επεξεργασία]
διευκρινώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διευκρινώ | διευκρινούσα | θα διευκρινώ | να διευκρινώ | διευκρινώντας | |
β' ενικ. | διευκρινείς | διευκρινούσες | θα διευκρινείς | να διευκρινείς | (διευκρίνει) | |
γ' ενικ. | διευκρινεί | διευκρινούσε | θα διευκρινεί | να διευκρινεί | ||
α' πληθ. | διευκρινούμε | διευκρινούσαμε | θα διευκρινούμε | να διευκρινούμε | ||
β' πληθ. | διευκρινείτε | διευκρινούσατε | θα διευκρινείτε | να διευκρινείτε | διευκρινείτε | |
γ' πληθ. | διευκρινούν(ε) | διευκρινούσαν(ε) | θα διευκρινούν(ε) | να διευκρινούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διευκρίνησα | θα διευκρινήσω | να διευκρινήσω | διευκρινήσει | ||
β' ενικ. | διευκρίνησες | θα διευκρινήσεις | να διευκρινήσεις | διευκρίνησε | ||
γ' ενικ. | διευκρίνησε | θα διευκρινήσει | να διευκρινήσει | |||
α' πληθ. | διευκρινήσαμε | θα διευκρινήσουμε | να διευκρινήσουμε | |||
β' πληθ. | διευκρινήσατε | θα διευκρινήσετε | να διευκρινήσετε | διευκρινήστε | ||
γ' πληθ. | διευκρίνησαν διευκρινήσαν(ε) |
θα διευκρινήσουν(ε) | να διευκρινήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διευκρινήσει | είχα διευκρινήσει | θα έχω διευκρινήσει | να έχω διευκρινήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διευκρινήσει | είχες διευκρινήσει | θα έχεις διευκρινήσει | να έχεις διευκρινήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διευκρινήσει | είχε διευκρινήσει | θα έχει διευκρινήσει | να έχει διευκρινήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διευκρινήσει | είχαμε διευκρινήσει | θα έχουμε διευκρινήσει | να έχουμε διευκρινήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διευκρινήσει | είχατε διευκρινήσει | θα έχετε διευκρινήσει | να έχετε διευκρινήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διευκρινήσει | είχαν διευκρινήσει | θα έχουν διευκρινήσει | να έχουν διευκρινήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διευκρινώ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)