διπλασιάζεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διπλασιάζεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διπλασιάζω



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διπλασιάζεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διπλασιάζω