διχερέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διχερέα < (δύο, δις) δι- + χέρι + -έα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.ʃeˈɾea/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διχερέα θηλυκό

  • η ποσότητα που χωράει στις δυο παλάμες