δροσερεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δροσερεύω < μεσαιωνική ελληνική δροσερεύω < δροσερ(ός) + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

δροσερεύω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]