δυσανασχετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσανασχετώ < αρχαία ελληνική δυσανασχετέω / δυσανασχετῶ < δυσανάσχετος
Ρήμα[επεξεργασία]
δυσανασχετώ
- δυσαρεστούμαι, και ενοχλούμαι, μου κακοφαίνεται