δυφιακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυφιακά < δυφιακός < δυφίο

Επίρρημα[επεξεργασία]

δυφιακά

  • (πληροφορική) με τρόπο που συσχετίζεται με δυφία
    χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: δυφιακά απεικονιζόμενος, δυφιακά δομημένος κ.ά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]