είμαι χρόνια στο κουρμπέτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

είμαι χρόνια στο κουρμπέτι < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

είμαι χρόνια στο κουρμπέτι

  • (για άτομο) είμαι πολύ έμπειρος σε έναν χώρο (επαγγελματικό, κοινωνικό, κλπ)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]