εικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικός < ρίζα εικ-, από την οποία σχηματίστηκε ο άχρηστος ενεστώτας είκω, του οποίου ο παρακείμενος είναι έοικα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εικός ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ως εικός, όπως είναι λογικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ως εικός