εκχυμώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκχυμώνομαι < εκχύμωση + -ώνομαι (αναδρομικός σχηματισμός)

Ρήμα[επεξεργασία]

εκχυμώνομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]