εμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμίζω < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; αρχαία ελληνική γέμω > γεμίζω ή γεμόζω
Ρήμα
[επεξεργασία]εμίζω, παθ. φωνή: εμίζομαι, παθ. μτχ.: εμίζοντας
- (ιδιωματικό) γεμίζω(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμίζω | έμιζα | θα εμίζω | να εμίζω | εμίζοντας | |
β' ενικ. | εμίζεις | έμιζες | θα εμίζεις | να εμίζεις | έμιζε | |
γ' ενικ. | εμίζει | έμιζε | θα εμίζει | να εμίζει | ||
α' πληθ. | εμίζουμε | εμίζαμε | θα εμίζουμε | να εμίζουμε | ||
β' πληθ. | εμίζετε | εμίζατε | θα εμίζετε | να εμίζετε | εμίζετε | |
γ' πληθ. | εμίζουν(ε) | έμιζαν εμίζαν(ε) |
θα εμίζουν(ε) | να εμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έμισα | θα εμίσω | να εμίσω | εμίσει | ||
β' ενικ. | έμισες | θα εμίσεις | να εμίσεις | έμισε | ||
γ' ενικ. | έμισε | θα εμίσει | να εμίσει | |||
α' πληθ. | εμίσαμε | θα εμίσουμε | να εμίσουμε | |||
β' πληθ. | εμίσατε | θα εμίσετε | να εμίσετε | εμίστε | ||
γ' πληθ. | έμισαν εμίσαν(ε) |
θα εμίσουν(ε) | να εμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εμίσει | είχα εμίσει | θα έχω εμίσει | να έχω εμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εμίσει | είχες εμίσει | θα έχεις εμίσει | να έχεις εμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εμίσει | είχε εμίσει | θα έχει εμίσει | να έχει εμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εμίσει | είχαμε εμίσει | θα έχουμε εμίσει | να έχουμε εμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εμίσει | είχατε εμίσει | θα έχετε εμίσει | να έχετε εμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εμίσει | είχαν εμίσει | θα έχουν εμίσει | να έχουν εμίσει |
|