εμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμίζω < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   αρχαία ελληνική γέμω > γεμίζω ή γεμόζω

εμίζω, παθ. φωνή: εμίζομαι, παθ. μτχ.: εμίζοντας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]