ενεργοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενεργοποιώ < ενεργός + ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεργοποιώ

  1. θέτω σε ενέργεια πρόσωπα ή υπηρεσίες,
  2. θέτω σε λειτουργία μηχανές ή συσκευές
  3. καθιστώ ενεργή μια δυνατότητα ή μια διαδικασία

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]