ενσακκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενσακκίζω
- άλλη μορφή του ενσακίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενσάκκιση / ενσάκιση
- ενσακκιστής / ενσακιστής
- → δείτε τη λέξη σάκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενσακκίζω
|