εξάλλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξάλλου < μεσαιωνική ελληνική εξ άλλου (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική d'ailleurs)
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]εξάλλου (αντιθετικός σύνδεσμος)
Επίρρημα
[επεξεργασία]εξάλλου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξάλλου