εξαθλιώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εξαθλιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξαθλιώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαθλιώνομαι
- περιπίπτω, καταντώ σε άθλια κατάσταση, ως αποτέλεσμα δικών μου επιλογών ή υπό την πίεση συνθηκών ξεπέφτω, πέφτω πολύ χαμηλά, οικονομικά και, γενικότερα, κοινωνικά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαθλιώνομαι
|