επίκτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίκτητα < επίκτητ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
επίκτητα
- με επίκτητο τρόπο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίκτητα
|