επανεπενδύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επανεπενδύω < επαν- + επενδύω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reinvest)
Ρήμα[επεξεργασία]
επανεπενδύω (παθητική φωνή: επανεπενδύομαι)