επικύπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. κάνω επίκυψη
  2. (μεταφορικά) "πέφτω πάνω από πρόβλημα" προσπαθώντας ενεργά να το επιλύσω
  3. (μεταφορικά) ρίχνω όλες τις δυνάμεις μου ή εστιάζω την προσοχή μου πάνω σε
  4. σκύβω, σκύβω με επίκυψη
  5. (αεροπορικός όρος) για αεροπλάνο που με απότομο ελιγμό στοχεύει εχθρό που βρίσκεται από κάτω