ευλόγως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευλόγως < επίθετο εύλογος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ευλόγως

  1. (λόγιο) εύλογα
    τα ευλόγως εννοούμενα παραλείπονται

Μεταφράσεις[επεξεργασία]