εύλογα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εύλογα < επίθετο εύλογος
Επίρρημα[επεξεργασία]
εύλογα
- με εύλογο τρόπο, λογικά, δικαιολογημένα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εύλογα
|