ευσπλαχνίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευσπλαχνίζομαι < ευσπλαγχνίζομαι < (ελληνιστική κοινή) εὐσπλαγχνίζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ευσπλαχνίζομαι, π.αόρ.: ευσπλαχνίσθηκα (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) άλλη μορφή του ευσπλαγχνίζομαι
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευσπλαχνίζομαι
|