ευσταχιανή σάλπιγγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ευσταχιανή σάλπιγγα το 12

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευσταχιανή σάλπιγγα < ευσταχιανή & σάλπιγγα

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ευσταχιανή σάλπιγγα θηλυκό

  • (ανατομία) σωληνίσκος που συνδέει το μέσο ους με το ρινοφάρυγγα[1] για την ισοστάθμιση της εξωτερικής κι εσωτερικής πίεσης ακουστικού τυμπάνου[2]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]