ευσταχιανή σάλπιγγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευσταχιανή σάλπιγγα < ευσταχιανή & σάλπιγγα
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ευσταχιανή σάλπιγγα θηλυκό
- (ανατομία) σωληνίσκος που συνδέει το μέσο ους με το ρινοφάρυγγα[1] για την ισοστάθμιση της εξωτερικής κι εσωτερικής πίεσης ακουστικού τυμπάνου[2]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευσταχιανή σάλπιγγα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ευσταχιανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)