ευωχούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευωχούμαι < αρχαία ελληνική εὐωχοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος εὐωχέω < εὖ + ἔχω
Ρήμα[επεξεργασία]
ευωχούμαι
ευωχούμαι