εφημέρευσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εφημέρευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εφημερεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εφημερεύω