εφημερεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐφημερεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφημερεύω < ελληνιστική κοινή ἐφημερεύω < αρχαία ελληνική ἐφήμερος < ἐπί + ἡμέρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.fi.meˈɾe.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

εφημερεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]