ἐφημερεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐφημερεύω < ἐφημέριος
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐφημερεύω
- έχω σκοπιά κατά τη διάρκεια της ημέρας
- είναι η ώρα που εργάζομαι στο ναό (για τους ιερείς και τους καθαριστές/καθαρίστριες που επιμελούντο τα του ναού με ωραριο)