εὐαγγελιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐαγγελιστής < εὐαγγελίζομαι < εὐαγγέλιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εὐαγγελιστής

  • ο ευαγγελιστής, μεταγενέστερη λέξη του χριστιανικού κόσμου για τους συγγραφείς των ευαγγελίων και όσους κήρυτταν τη χαρμόσυνη είδηση της σωτηρίας της ψυχής (το ευαγγέλιο)

Συγγενικά[επεξεργασία]