εὐθυμέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐθυμέω < εὔθυμος + -έω

Ρήμα[επεξεργασία]

εὐθυμέω

  1. (αμετάβατο) ευθυμώ, είμαι εύθυμος
  2. (μεταβατικό) τέρπω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]