εὑρίσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὑρίσκω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

εὑρίσκω

  1. βρίσκω, συμβαίνω τυχαία
  2. ανακαλύπτω
  3. αποκτώ, φέρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]