ζυγώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζυγώνω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζυγῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ζυγώνω

  1. πλησιάζω σε ένα σημείο
  2. καταφθάνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη πλησιάζω