θίγομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θίγομαι < παθητική φωνή του ρήματος θίγω

Ρήμα[επεξεργασία]

θίγομαι , π.αόρ.: θίχτηκα, μτχ.π.π.: θιγμένος

  1. ενοχλούμαι, προσβάλλομαι
    Με την καταγγελία κατά του νοσοκομείου, θίγεται η τιμή και η υπόληψη όλου του προσωπικού.
  2. επιφέρω ζημιά, ζημιώνω
    Χρησιμοποιήστε το κείμενο χωρίς να θίγονται τυχόν πνευματικά δικαιώματα τρίτων.
  3. (γ΄ πρόσωπο) γίνεται λόγος για, αναφέρεται
    Στο βιβλίο θίγονται διάφορα φαινόμενα της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών.

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]