θανατᾶν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Απαρέμφατο[επεξεργασία]
θανατᾶν (συνηρημένο, εφετικό)
Μετοχή[επεξεργασία]
θανατᾶν
- (συνηρημένο) δωρικός & αιολικός τύπος : μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος θανατῶ, συνηρημένου τύπου του θανατάω
Πηγές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Απαρέμφατα (αρχαία ελληνικά)
- Συνηρημένοι όροι (αρχαία ελληνικά)
- Εφετικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Συνηρημένες μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος
- Αιολική διάλεκτος
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)