θεοξενιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεοξενιστής < Θεοξένια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεοξενιστής αρσενικό, πληθυντικός θεοξενισταί
- αυτός που συμμετείχε στα Θεοξένια