θεοποιήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
θεοποιήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θεοποιώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεοποιώ
- θα θεοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεοποιώ