θεοποιήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

θεοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θεοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεοποιώ
  3. θα θεοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεοποιώ