θεοπρόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θεοπρόπος, -ος, ον
- αυτός που προλέγει κατά θεό, ή θεούς τα μέλλοντα
- ο μάντης, ο προφήτης,
- ο αγγελιαφόρος μαντείου, που στέλνεται από ηγεμόνα, στρατηγό, ή πόλη