θεοπρόπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοπρόπος < θεός + πρέπω

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοπρόπος, -ος, ον

  1. αυτός που προλέγει κατά θεό, ή θεούς τα μέλλοντα
  2. ο μάντης, ο προφήτης,
  3. ο αγγελιαφόρος μαντείου, που στέλνεται από ηγεμόνα, στρατηγό, ή πόλη